Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὅ τι νοεῖ

См. также в других словарях:

  • νοεῖ — νοέω Excerpta e libris Herodiani pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) νοέω Excerpta e libris Herodiani pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόει — νοέω Excerpta e libris Herodiani pres imperat act 2nd sg (attic epic) νοέω Excerpta e libris Herodiani imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРМЕНИД —    • Parmenĭdes,          Παρμενίδης, происходивший из знатного и богатого рода в Элее, процветал ок. 500 г. до Р. X., ученик и друг Ксенофана, а по другим, также слушатель Анаксимандра. Полагают, что он вместе с Зеноном, который был немного… …   Реальный словарь классических древностей

  • НОЭСИС и НОЭМА —     НОЭСИС и НОЭМА (νόησις “мысль”, “мышление” и νόημα ”мысль”, “мысленное представление”) понятия, не составляющие в греческой философии ни оппозиции в строгом смысле, ни пары как таковой. У Платона ноэсис противопоставлена зрению и находится в… …   Философская энциклопедия

  • αεισχορρούν — ἀεισχορροῡν, το (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το αἰσχρόν «τὸ μὲν τοίνυν αἰσχρόν καὶ δὴ κατάδηλόν μοι φαίνεται ὅ νοεῑ καὶ τοῡτο γὰρ τοῑς ἔμπροσθεν ὁμολογεῑται. Τὸ γὰρ ἐμποδίζον καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς τὰ ὄντα λοιδορεῑν… …   Dictionary of Greek

  • νοητικός — ή, ό (ΑΜ νοητικός, ή, όν) [νοητός] 1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη τής διάνοιας, η νόηση νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες») μσν. το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα …   Dictionary of Greek

  • νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • προνοώ — προνοῶ, έω, ΝΜΑ [νοῶ] δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • ψιλογραφώ — ψιλογραφῶ, έω, ΝΜ νεοελλ. γράφω με πολύ λεπτά και μικρά γράμματα μσν. γράφω με απλό φωνήεν και όχι με δίφθογγο («ταῡτα μὲν πάντα δίφθογγον ἔχειν γραφήν μοι νόει... εἰς α δὲ κλινόμενα πάπα μοι ψιλογράφει», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + γραφῶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»